παλαιοημερολογίτης

παλαιοημερολογίτης
ο
θηλ. -ισσα αυτός που δέχεται και ακολουθεί το παλιό (Ιουλιανό) ημερολόγιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Παλαιοημερολογίτης — και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. ισσα οπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοημερολογίτικος — και παλιοημερολογίτικος, η, ο [Παλαιοημερολογίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παλαιό εκκλησιαστικό ημερολόγιο, το Ιουλιανό 2. μτφ. πεπαλαιωμένος, αναχρονιστικός …   Dictionary of Greek

  • παλαιοημερολογιτισμός — ο 1. εμμονή στην τήρηση τού παλαιού, δηλ. τού Ιουλιανού εκκλησιαστικού ημερολογίου 2. καθυστερημένη, απαρχαιωμένη νοοτροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Παλαιοημερολογίτης + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • παλιοημερολογίτης — ο, θηλ. παλιοημερολογίτισσα βλ. παλαιοημερολογίτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”